έμπα

έμπα
I τό
1) начало;

στο έμπα τού καλοκαιριού — в начале лета;

2) вход;

§ τό έμπαεβγα — хождение взад и вперёд

έμπα2
II (προστ. от μπαίνω) войди, входи;

§ έμπα2 του! — дай ему; — бей его!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "έμπα" в других словарях:

  • έμπα — το (από την προστακτ. αορ. του ρ. μπαίνω) 1. το μπάσιμο, η είσοδος: Γυρίζω από τ αγύριστο ταξίδι, από τους τόπους π όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα (Κ. Παλαμάς). 2. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς, η πύλη, η είσοδος: Βάζει τρανό λιθάρι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπα — Ποταμός (640 χλμ.) του δυτικού Καζακστάν.Πηγάζει από τα όρη Μουγκοτζάρ και εκβάλλει στην Κασπία, περίπου 100 χλμ. Α των εκβολών του ποταμού Ουράλη. Διασχίζει το οροπέδιο Ποντουράλσκι και το βαθύπεδο Πρικασπίσκι. Τα νερά του προέρχονται κυρίως από …   Dictionary of Greek

  • ἔμπα — ἔμπας alike poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπαλαι — ἔμπᾱλαι , ἐν πάλλω poise aor imperat mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπαν — ἔμπᾱν , ἔμπην doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπας — ἔμπᾱς , ἔμπας alike indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέβγα — το έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής προστ. τού ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)] …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπαγέντα — ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc acc sg ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc acc sg ἐμπήγνυμι fix aor part pass neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπαγέντων — ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc/neut gen pl ἐμπάσσω sprinkle in aor part pass masc/neut gen pl ἐμπήγνυμι fix aor part pass masc/neut gen pl ἐμπήγνυμι fix aor imperat pass 3rd pl ἐμπᾱγέντων , ἐμπήγνυμι fix aor part pass masc/neut gen pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Emba — or Empa ( gr. Έμπα) is one of the biggest villages in Paphos. It is spread over a wide area it not only borders Paphos but also the villages Chloraka, Kissonerga, Tala, Tremithousa and Mesogi. It has a population of 4,500 people.The village… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»